Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η γεωγραφία

См. также в других словарях:

  • γεωγραφία — γεωγραφίᾱ , γεωγραφία geography fem nom/voc/acc dual γεωγραφίᾱ , γεωγραφία geography fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφίᾳ — γεωγραφίαι , γεωγραφία geography fem nom/voc pl γεωγραφίᾱͅ , γεωγραφία geography fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγραφία — η 1. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την περιγραφή της Γης και τα φαινόμενά της. 2. το μάθημα της γεωγραφίας ή σύγγραμμα διδακτικό της γεωγραφίας: Έγραψε τη γεωγραφία της Ευρώπης για παιδιά του δημοτικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστική γεωγραφία — Κλάδος της γεωγραφίας ο οποίος ασχολείται με τη γεωγραφία των πόλεων, του μεγαλύτερου έργου του ανθρώπου στην επιφάνεια της Γης. Τα κύρια ζητήματα που την απασχολούν είναι: 1) Οι αιτίες, οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες της συγκέντρωσης… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφίας — γεωγραφίᾱς , γεωγραφία geography fem acc pl γεωγραφίᾱς , γεωγραφία geography fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγραφίαν — γεωγραφίᾱν , γεωγραφία geography fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγραφίαις — γεωγραφία geography fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγραφίη — γεωγραφία geography fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγραφίης — γεωγραφία geography fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρούζης, Γεώργιος — (Πάνω Αρόδες, Κύπρος 1934 –). Κύπριος εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Λονδίνο, στην Τουλούζ και στην Ολλανδία. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου και της Αγγλίας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»